- συνδέσμῳ
- σύνδεσμοςthat which binds togethermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδεσμώ — (I) έω, Α [σύνδεσμος] συνδεσμεύω. (II) όω, Μ [σύνδεσμος] (για την πίστη) συνδέω δύο ή περισσότερα πρόσωπα με ηθικό δεσμό … Dictionary of Greek
συνδέσμωι — συνδέσμῳ , σύνδεσμος that which binds together masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БРАТОТВОРЕНИЕ — [греч. ᾿Αδελφοποιία, ᾿Αδελφοποίησις, лат. fraternitas spiritualis, или fraternitas per adoptionem], средневек. обряд церковного благословения 2 христиан, не состоящих в кровном родстве, но стремящихся к тесному духовному общению и братской… … Православная энциклопедия